- φιστικιά
- pistache
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φιστικιά — (πιστακία η γνήσια). Φυτό της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για τα σαρκώδη, ελαιούχα και αρωματικά σπέρματά της, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στην κουφετοποιία, στη μαγειρική ή καταναλώνονται… … Dictionary of Greek
φιστικιά — η κοινή ονομασία του δέντρου Πιστακία η γνήσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αραχίδα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η υπόγεια. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών και παράγει ξηρούς καρπούς που περιέχουν ένα ή περισσότερα εδώδιμα σπέρματα, γνωστά με την ονομασία αράπικα φιστίκια. Η α … Dictionary of Greek
πιστακία — (pistacia). Γένος φυτών της οικογένειας των ανακαρδιιδών. Αριθμεί 20 είδη, που ευδοκιμούν στις παραμεσόγειες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και του Μεξικού. Οι π. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλή με ωραίο άρωμα και με χυμό μαστιχώδη.… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
αράπικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον Αράπη ή την Αραπιά 2. «αράπικα φιστίκια» είδος φιστικιού, καρπός της αραχίδας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αράπικα η αραβική γλώσσα 4. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) χορός της κοιλιάς, ανατολίτικος … Dictionary of Greek
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
κηροπλάστης — Είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκιδών, της τάξης των ομοπτέρων, γνωστό και με την κοινή ονομασία ψώρα της συκιάς. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ceroplastes ceriferus. Το έντομο αυτό εκκρίνει ένα παχύ στρώμα κεριού, κάτω από το οποίο ζει … Dictionary of Greek
πιστακέλαιον — τὸ, Α έλαιο που παράγεται από τα φιστίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστάκη + ἔλαιον] … Dictionary of Greek